Dictionary of Greek. 2013.
τελάρχης — και τελεάρχης, ὁ, Α διοικητής τέλους, μεραρχίας από 2.000 άνδρες. [ΕΤΥΜΟΛ. < τέλος «στρατιωτική δύναμη, μεραρχία» + άρχης*] … Dictionary of Greek